Κάντε κλικ στο κουμπί εγγραφή για να προφέρειΔυστυχώς, αυτό το πρόγραμμα περιήγησης δεν υποστηρίζει την καταγραφή φωνήςΔυστυχώς, αυτή η συσκευή δεν υποστηρίζει καταγραφή φωνής
Εγγραφή
Κάντε κλικ στο κουμπί εγγραφή ξανά για να ολοκληρώσετε την εγγραφή
Μπορείτε να συνεισφέρετε με αυτή την προφορά του ήχου орган HowToPronounce λεξικό.
Έχετε τελειώσει την ηχογράφηση;
Έχετε τελειώσει την ηχογράφηση;
Σας ευχαριστώ για τη συμβολήΣυγχαρητήρια! Έχεις την προφορά του орган δίκιο. Συμβαδίσει.Ουπς! Φαίνεται πως η προφορά του орган δεν είναι σωστή. Μπορείτε να προσπαθήσετε ξανά.
Δεδομένου ότι έχετε υπερβεί το όριο το χρόνο σας, την εγγραφή σας έχει σταματήσει.
Μπορείς να το προφέρεις αυτή τη λέξη
ή να προφέρει σε διαφορετική προφορά
Συμβάλλουν λειτουργία
xxx
Εγγραφή
Κάντε κλικ στο κουμπί εγγραφή για να προφέρειΔυστυχώς, αυτό το πρόγραμμα περιήγησης δεν υποστηρίζει την καταγραφή φωνήςΔυστυχώς, αυτή η συσκευή δεν υποστηρίζει καταγραφή φωνής
Εγγραφή
Κάντε κλικ στο κουμπί εγγραφή ξανά για να ολοκληρώσετε την εγγραφή
Μπορείτε να συνεισφέρετε με αυτή την προφορά του ήχου орган HowToPronounce λεξικό.
Έχετε τελειώσει την ηχογράφηση;
Έχετε τελειώσει την ηχογράφηση;
Σας ευχαριστώ για τη συμβολήΣυγχαρητήρια! Έχεις την προφορά του орган δίκιο. Συμβαδίσει.Ουπς! Φαίνεται πως η προφορά του орган δεν είναι σωστή. Μπορείτε να προσπαθήσετε ξανά.
Орган
- Орган (от др.-греч. ὄργανον «орудие, инструмент»):
Организация Объединённых Наций
- Организа́ция Объединённых На́ций, ОО́Н — международная организация, созданная для поддержания и укрепления международного мира и безопасности, развития сотрудничества между государствами.
Организованная преступность
- Организо́ванная престу́пность — это форма преступности, для которой характерна устойчивая преступная деятельность, осуществляемая преступными организациями (организованными группами, бандами,
Организация стран — экспортёров нефти
- Организа́ция стран — экспортёров не́фти (англ. The Organization of the Petroleum Exporting Countries; сокращённо ОПЕ́К, англ.
Орган (музыкальный инструмент)
- Орга́н (лат. organum из др.-греч. ὄργανον ― инструмент, орудие) — клавишный духовой музыкальный инструмент.
орган Ρωσικά προφορές με σημασίες, συνώνυμα, αντώνυμα, τις μεταφράσεις, τις προτάσεις και περισσότερα.