Κάντε κλικ στο κουμπί εγγραφή για να προφέρειΔυστυχώς, αυτό το πρόγραμμα περιήγησης δεν υποστηρίζει την καταγραφή φωνήςΔυστυχώς, αυτή η συσκευή δεν υποστηρίζει καταγραφή φωνής
Εγγραφή
Κάντε κλικ στο κουμπί εγγραφή ξανά για να ολοκληρώσετε την εγγραφή
Μπορείτε να συνεισφέρετε με αυτή την προφορά του ήχου Wegiel HowToPronounce λεξικό.
Έχετε τελειώσει την ηχογράφηση;
Έχετε τελειώσει την ηχογράφηση;
Σας ευχαριστώ για τη συμβολήΣυγχαρητήρια! Έχεις την προφορά του Wegiel δίκιο. Συμβαδίσει.Ουπς! Φαίνεται πως η προφορά του Wegiel δεν είναι σωστή. Μπορείτε να προσπαθήσετε ξανά.
Δεδομένου ότι έχετε υπερβεί το όριο το χρόνο σας, την εγγραφή σας έχει σταματήσει.
Μπορείς να το προφέρεις αυτή τη λέξη
ή να προφέρει σε διαφορετική προφορά
Συμβάλλουν λειτουργία
xxx
Εγγραφή
Κάντε κλικ στο κουμπί εγγραφή για να προφέρειΔυστυχώς, αυτό το πρόγραμμα περιήγησης δεν υποστηρίζει την καταγραφή φωνήςΔυστυχώς, αυτή η συσκευή δεν υποστηρίζει καταγραφή φωνής
Εγγραφή
Κάντε κλικ στο κουμπί εγγραφή ξανά για να ολοκληρώσετε την εγγραφή
Μπορείτε να συνεισφέρετε με αυτή την προφορά του ήχου Wegiel HowToPronounce λεξικό.
Έχετε τελειώσει την ηχογράφηση;
Έχετε τελειώσει την ηχογράφηση;
Σας ευχαριστώ για τη συμβολήΣυγχαρητήρια! Έχεις την προφορά του Wegiel δίκιο. Συμβαδίσει.Ουπς! Φαίνεται πως η προφορά του Wegiel δεν είναι σωστή. Μπορείτε να προσπαθήσετε ξανά.
Węgiel kamienny
- Węgiel kamienny – skała osadowa pochodzenia roślinnego, zawierająca 75−97% pierwiastka węgla, powstała głównie w karbonie (era paleozoiczna) ze szczątków roślinnych, które bez dostępu tlenu u
Węgiel (pierwiastek)
- Węgiel (C, łac. carboneum) – pierwiastek chemiczny o liczbie atomowej 6, niemetal z bloku p układu okresowego.
Węgiel brunatny
- Węgiel brunatny – skała osadowa pochodzenia organicznego roślinnego powstała w neogenie w erze kenozoicznej ze szczątków roślin bez dostępu powietrza.
Węgiel aktywny
- Węgiel aktywny, węgiel aktywowany (łac. carbo activatus) – substancja składająca się głównie z węgla pierwiastkowego w formie bezpostaciowej (sadza), częściowo w postaci drobnokrystalicznego
Węgiel drzewny
- Węgiel drzewny, węgiel roślinny, czerń węglowa, C.I. 77266 (E153) – lekka, czarna substancja wytwarzana z drewna w procesie suchej destylacji.
Wegiel Πολωνικά προφορές με σημασίες, συνώνυμα, αντώνυμα, τις μεταφράσεις, τις προτάσεις και περισσότερα.