Κάντε κλικ στο κουμπί εγγραφή για να προφέρειΔυστυχώς, αυτό το πρόγραμμα περιήγησης δεν υποστηρίζει την καταγραφή φωνήςΔυστυχώς, αυτή η συσκευή δεν υποστηρίζει καταγραφή φωνής
Εγγραφή
Κάντε κλικ στο κουμπί εγγραφή ξανά για να ολοκληρώσετε την εγγραφή
Μπορείτε να συνεισφέρετε με αυτή την προφορά του ήχου моно HowToPronounce λεξικό.
Έχετε τελειώσει την ηχογράφηση;
Έχετε τελειώσει την ηχογράφηση;
Σας ευχαριστώ για τη συμβολήΣυγχαρητήρια! Έχεις την προφορά του моно δίκιο. Συμβαδίσει.Ουπς! Φαίνεται πως η προφορά του моно δεν είναι σωστή. Μπορείτε να προσπαθήσετε ξανά.
Δεδομένου ότι έχετε υπερβεί το όριο το χρόνο σας, την εγγραφή σας έχει σταματήσει.
Μπορείς να το προφέρεις αυτή τη λέξη
ή να προφέρει σε διαφορετική προφορά
Συμβάλλουν λειτουργία
xxx
Εγγραφή
Κάντε κλικ στο κουμπί εγγραφή για να προφέρειΔυστυχώς, αυτό το πρόγραμμα περιήγησης δεν υποστηρίζει την καταγραφή φωνήςΔυστυχώς, αυτή η συσκευή δεν υποστηρίζει καταγραφή φωνής
Εγγραφή
Κάντε κλικ στο κουμπί εγγραφή ξανά για να ολοκληρώσετε την εγγραφή
Μπορείτε να συνεισφέρετε με αυτή την προφορά του ήχου моно HowToPronounce λεξικό.
Έχετε τελειώσει την ηχογράφηση;
Έχετε τελειώσει την ηχογράφηση;
Σας ευχαριστώ για τη συμβολήΣυγχαρητήρια! Έχεις την προφορά του моно δίκιο. Συμβαδίσει.Ουπς! Φαίνεται πως η προφορά του моно δεν είναι σωστή. Μπορείτε να προσπαθήσετε ξανά.
Моно
- Моно — приставка к слову, означающая «один».ГеографияМоно — индейский народ в Калифорнии и на прилегающих землях Большого бассейна.
Монооксид углерода
- Моноокси́д углеро́да (уга́рный газ, о́кись углеро́да, оксид углерода(II)) — бесцветный чрезвычайно токсичный газ без вкуса и запаха, легче воздуха (при нормальных условиях).
Монотеизм
- Монотеи́зм (букв. «единобожие» от греч. μονος «один» + θεος «бог») — религиозное представление о существовании только одного Бога или о единственности Бога.
Моносахариды
- Моносахариды (от др.-греч. μόνος ‘единственный’, лат. saccharum ‘сахар’ и суффикса -ид), — органические соединения, одна из основных групп углеводов; самая простая форма сахара; являются обыч
Моноцикл
- Моноцикл (греч. μόνος — один, лат. cyclus от др.-греч. κύκλος — окружность, колесо) или интроцикл — средство передвижения, приводимое в движение мускульной силой человека, оснащённое одним ко
моно Ρωσικά προφορές με σημασίες, συνώνυμα, αντώνυμα, τις μεταφράσεις, τις προτάσεις και περισσότερα.